|
παθ. αόρ. от αναλίσκω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανηλώθην? — — μπουγατσατζίδικο — έγκαυμα — αμφοτερίζω — προεξοφλούμαι — λαυρίτης — αποπάζαρα — επήκοον — νοματίζω — γρουσούζα — ξεπάτωμα — σχισμένος — καθρέφτισμα — ξένο — γεωφυσικός — χαράκτηρίζω — ανθολόγημα — λατινισμός — θερμοφόρα — λιθοτριψία — καλυτέρευση — χαρτζιλικώνω |
|||