ανηλώθην

формы словаβ
ανηλώθην
παθ. αόρ. от αναλίσκω



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ανηλώθην? —


μπουγατσατζίδικοέγκαυμααμφοτερίζωπροεξοφλούμαιλαυρίτηςαποπάζαραεπήκοοννοματίζωγρουσούζαξεπάτωμασχισμένοςκαθρέφτισμαξένογεωφυσικόςχαράκτηρίζωανθολόγημαλατινισμόςθερμοφόραλιθοτριψίακαλυτέρευσηχαρτζιλικώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit