|
реконструкцибнный; реорганизационный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реконструкцибнный? — ανασυγκροτικός как на (ново)греческом будет слово реорганизационный? — ανασυγκροτικός как с (ново)греческого переводится слово ανασυγκροτικός? — реконструкцибнный, реорганизационный — μυρτέλαιον — ανήλωσα — στράτσο — ατμοτουρμπίνα — ταβανόσκουπα — επιστρόφια — ξάφρισμα — αναχωρητής — καρδιοκλέφτης — οροϊστορικός — εκμεταλλεύτρια — υποφρούραρχος — εθυλέννον — διαπλεκόμενος — πεντηκοστιανοί — δεκατριετής — εξεύρημα — μεταξουργία — τρόικα — ατρύγιστος — μαργιολεύω |
|||