|
η расширение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расширение? — διεύρυνση как с (ново)греческого переводится слово διεύρυνση? — расширение — αλαχτάριστος — σουβλάκι — μεταλλοχημικός — αντιπροσώπευση — παλληκαρίσιος — γραμματόσημο — φασισταριό — υδραγωγείο — δύστροπος — σκίμπους — γουρουνίσιος — παρείσδυση — άψυχος — γεβέντισμα — παιδοχειρουργός — αναλάμπω — καθωσπρέπει — πετριά — αντρειότη — κεφάλα — οβιδοβόλο |
|||