|
το предохранитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предохранитель? — ασφαλιστικό как с (ново)греческого переводится слово ασφαλιστικό? — предохранитель — αποσιωπώ — αποζύμωμα — αρδευτός — λιλλιπούτειος — αναφανδόν — ξώσαρκος — ρυτιδώνομαι — επούρισμα — περιωπή — αμφιγνώμων — διορώ — ηλεκτρομαγνητικός — αποθηκούλα — ταχύς — μουρμουρίζω — υπόκρουση — αιματίσιος — στόρηση — αντιπρόσωπος — ως — σαρκαστικός |
|||