ασφαλιστικό

формы словаβ
ασφαλιστικό
το предохранитель



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово предохранитель? — ασφαλιστικό
как с (ново)греческого переводится слово ασφαλιστικό? — предохранитель


αποσιωπώαποζύμωμααρδευτόςλιλλιπούτειοςαναφανδόνξώσαρκοςρυτιδώνομαιεπούρισμαπεριωπήαμφιγνώμωνδιορώηλεκτρομαγνητικόςαποθηκούλαταχύςμουρμουρίζωυπόκρουσηαιματίσιοςστόρησηαντιπρόσωποςωςσαρκαστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit