|
ο овчарка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово овчарка? — μολοσσός как с (ново)греческого переводится слово μολοσσός? — овчарка — επιστρατεύομαι — βεντέττα — ψόγος — σεμνοτυφία — ωφελιμαρχία — τσαρικός — ξεφάντωση — επουρίζω — λερός — μονόπατος — αντενδείκνύομαι — αβανταδόρικος — οβελίζομαι — σθεναρότητα — συνεισφορά — συνάγχη — χάλιξ — εντράπηκα — αλόγιστα — λαμπροφορώ — εντριβής |
|||