|
ο шорник; седельщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шорник? — σαγματοποιός как на (ново)греческом будет слово седельщик? — σαγματοποιός как с (ново)греческого переводится слово σαγματοποιός? — шорник, седельщик — παντρεύω — παλιόκαιρος — αρμακάς — μαργωτίδα — γουφάρι — πυλαίος — συντηρημένος — συντροφία — αιμοβαφής — γοργόσβηστος — μορφινομανής — πιόνι — μαντολινάτα — λαχανοσαρμάς — ορειβατικός — διάκενο — βρωμιά — Ζυγός — γαλβανιζέ — καταχρώμαι — γραφολογία |
|||