|
το предел, крайность; последний рубеж; φτάνω στό ~ — дойти до предела #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предел? — απροχώρητο как на (ново)греческом будет слово крайность? — απροχώρητο как на (ново)греческом будет слово последний рубеж? — απροχώρητο как с (ново)греческого переводится слово απροχώρητο? — предел, крайность, последний рубеж — διάζευγμο — λευκοσίδηρος — ξαιάζω — διαφορεύω — άνευρος — μίλημα — γύναικόσόϊ — ορνιθοτροφία — οπτασιάζομαι — αναμεμειγμένος — λιγνεύω — ποδοκύλισμα — οξυδερκής — μηχανολόγος — σιδηροτεχνία — καπεταν-μπαντιέρας — φωτοβολία — βρογχοδιασταλτικός — ούλτρα — θυμοειδές — σαξοφωνίστρια |
|||