Новогреческий словарь
εξεταστής
εξεταστ|ής
ο
экзаменатор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
экзаменатор
? —
εξεταστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξεταστής
? — экзаменатор
#
(ново)греческий словарь
—
απίθανος
—
δυσάλωτος
—
μαύρος
—
οφείλω
—
ψείριασμα
—
υπερφρονώ
—
μαγουλάς
—
μπουζουκομάνα
—
αψέκαστος
—
αξερρίζωτος
—
συμβαίνει
—
ταξίμετρο
—
ρωδιός
—
μερώνω
—
ροφητός
—
εξαϋλώνω
—
δώθενε
—
εγκαιρα
—
ζευγαράκι
—
ακρη
—
εκκάθιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве