|
разбивать вдребезги #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разбивать вдребезги? — σμπαραλιάζω как с (ново)греческого переводится слово σμπαραλιάζω? — разбивать вдребезги — μεσοκάρπιος — όρνιθα — κυβερνοχώρος — εικοσιπεντάρικο — λεμονάδα — κτηνοτροφείο — ροδόνερο — οικτίρμων — ξυλόγλυπτο — δαιμονικός — ερημότοπος — ξεμαρκάριστος — προύμυτα — υπερβολικότητα — συγκινούμαι — κορακίστικα — ξε- — τρισέγγονος — πιτσιλίζω — διαλάλημός — κλαρινέτο |
|||