|
(-ήρος) ο динамо-машина переменного тока #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово динамо-машина переменного тока? — εναλλακτήρ как с (ново)греческого переводится слово εναλλακτήρ? — динамо-машина переменного тока — ημεροδείκτης — τσουτσουνόβεργα — υποδιαστολή — αιματόστασις — δραματοποιώ — υπερεγώ — φλεγμονικός — ταίριασμα — πεφωτισμένος — κιβδηλεύω — κρεοφαγία — αδελφοξαδέλφια — δρυόξυλο — ανθυπομοίραρχος — αναληπτικός — λιπαντικά — λιοκόκκαλο — καραουλίζω — καθεμέρα — ψηφιδωτό — Άμμων |
|||