Новогреческий словарь
οργανοληπτικός
οργανοληπτικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
οργανοληπτικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βαθερός
—
εξηκονταετηρίδα
—
πορτάκι
—
ανθρωπάκος
—
ολάσπρος
—
ξεθόλωμα
—
ανάπλωρα
—
αγαλήνευτος
—
αεροδίνητος
—
οστεοβλάστη
—
αναμορφώνω
—
κρατητός
—
θεϊστικός
—
ωάριο
—
κατεβατό
—
συντομογραφικώς
—
καμπυλοειδής
—
αστροναυτικός
—
στεφανώνομαι
—
ωμορφιά
—
βρομόκαιρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве