Новогреческий словарь
αμίαντο
αμίαντο
II τό
чистота, невинность
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чистота
? —
αμίαντο
как на
(ново)греческом
будет слово
невинность
? —
αμίαντο
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμίαντο
? — чистота, невинность
#
(ново)греческий словарь
—
απαρέγκλιτος
—
γλωσσοκοπανίζω
—
όρχος
—
αγνωστικίστρια
—
πυξός
—
λαδόκονο
—
ανθενωτικός
—
αντικατασταίνω
—
ρημαδιό
—
ορειβατικός
—
αμάζωχτος
—
διακοινώνω
—
τοκογλυφώ
—
κολοφώνιο
—
ψυχοαναληπτικός
—
αποτρίβω
—
ώμορφος
—
προστομίς
—
συνεταιρισμένος
—
αιγινήτικος
—
δίποδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,