|
спорт. 1. полуфинальный; 2. (о) полуфинал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полуфинальный? — ημιτελικός как на (ново)греческом будет слово полуфинал? — ημιτελικός как с (ново)греческого переводится слово ημιτελικός? — полуфинальный, полуфинал — αντισταθμίζω — παλαβωμάρα — μώμος — στενός — γατσιάζω — δίπλαξ — προσαρτώ — τροχοπεδιλοδρομία — ασηψία — εκτρωματικός — σύνδενδρος — ανεπίπλωτος — ξεψυχισμός — σακχάρωση — ακάτεχος — ουλή — απολωλαίνω — αναβρυτήριος — ωτακουστικός — μεταχρωματισμός — μελισσοκομικός |
|||