|
поросший лесом #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поросший лесом? — δασιασμένος как с (ново)греческого переводится слово δασιασμένος? — поросший лесом — βούλιαγμα — επιθεωρητής — γερομπασμένος — σμήνος — τεσσερισήμισι — συκοφάντρια — ρήσος — μαριόλα — πονάω — αρχιεροσύνη — δώθενες — ανηφορίζω — φράχτη — αμαξιάτικα — εξαγώγιμος — φατσικά — εισιτήριος — ευτραφής — φιδήσιος — ουλαμαγός — φωτοσκιάζω |
|||