Новогреческий словарь
εμπνευστής
εμπνευστ|ής
ο
вдохновитель, инспиратор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вдохновитель
? —
εμπνευστής
как на
(ново)греческом
будет слово
инспиратор
? —
εμπνευστής
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπνευστής
? — вдохновитель, инспиратор
#
(ново)греческий словарь
—
τσάταλο
—
μουντζούρωμα
—
περιηγητισμός
—
παραστρατημένη
—
κόρηθρον
—
βιβλιοθηκονόμος
—
σταθμοδείκτης
—
αναστροφικός
—
πέτρινος
—
τοιχίζω
—
ακόρυφος
—
ελαφριά
—
θωρηχτό
—
βιογράφος
—
ασύναπτος
—
αυτοβιογραφικός
—
ανεξόδευτος
—
μαονί
—
αρνήσιος
—
λαϊκίστικος
—
καταβυθίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,