|
η золовка, сестра мужа #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово золовка? — ανδραδέλφη как на (ново)греческом будет слово сестра мужа? — ανδραδέλφη как с (ново)греческого переводится слово ανδραδέλφη? — золовка, сестра мужа — δίκαννο — ακέρδητος — αιγινήτικος — ανεμογγαστριά — αποχιονιστικός — ψηφοθετώ — συμπώ — πεταχτά — αποκρατώ — μελίσσι — ξεροκέφαλος — αυλόδουλος — αναφέρω — έκκόκκιση — ακράδαντα — πολλοστός — περδικόπουλο — ληρολογία — αφοβησιά — αφοβία — αποκτάω |
|||