|
прихрамывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прихрамывать? — υποσκάζω как с (ново)греческого переводится слово υποσκάζω? — прихрамывать — τουλούμπα — ξερρηχαίνω — φουτουρισμός — ζωοτεχνικός — μονόχρους — ρωμαίϊκος — συγκοινωνός — αλκοόλη — στέγασμα — μαντόλα — δυσεντερία — συνημμένα — κλαψουρίζω — φουρούσι — απόνετος — ξυλού — ξενοκαρπία — εναυσματοδόχη — περιπετειούλα — δικαιολογημένος — αρήμαχτος |
|||