|
артериальный; ~ή πίεση — артериальное давление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово артериальный? — αρτηριακός как с (ново)греческого переводится слово αρτηριακός? — артериальный — γρανάτα — μαρξικο-λενινικός — ατραγούδητος — ανυπομονώ — τηλεφωνείο — γυναικάς — κανάτι — οροϊστορικός — ενστάλαξη — φιλοκττιμοσύνη — αναιρέσιμος — γοναταριά — λαγοβυζάστρα — χρήση — ψηστικά — θαμπώνομαι — ελοσματοειδής — οστριασιρόκος — πολυμέριμνος — πυράκτωση — θεμελιώνω |
|||