αρτηριακός

формы словаβ
αρτηριακός
артериальный;
          ~ή πίεση — артериальное давление



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово артериальный? — αρτηριακός
как с (ново)греческого переводится слово αρτηριακός? — артериальный


γρανάταμαρξικο-λενινικόςατραγούδητοςανυπομονώτηλεφωνείογυναικάςκανάτιοροϊστορικόςενστάλαξηφιλοκττιμοσύνηαναιρέσιμοςγοναταριάλαγοβυζάστραχρήσηψηστικάθαμπώνομαιελοσματοειδήςοστριασιρόκοςπολυμέριμνοςπυράκτωσηθεμελιώνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit