|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καρβουνιάρικος? — — πασιέντσα — τραβεστί — αναλογική — μούλος — στανικός — ανθόγαλο — αντάξια — υπήνεμος — αδράνεια — εξαλβανίζω — φλεγματώδης — ερεβίνθινος — τερατώδης — ενδοπνευμονικός — ανακρεμάζω — υδρογονούχος — κολίγας — ξοδεύω — ταράττομαι — μαϊντανόσουπα — άκεφος |
|||