|
(-ητος) η воен. настильность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово настильность? — θεριστικότης как с (ново)греческого переводится слово θεριστικότης? — настильность — μουζίκος — όπερα — ισονομία — ανακοινωθέν — αισθησιοκρατικός — σαλπίζω — αρμένικος — Ελλάδα — καθίζημα — ανατροφέας — παιδοχειρουργική — αδραχτά — λοξότητα — κονσερβοποίηση — εικονογράφημα — ακρωτηριασμός — ομοιοπάθεια — Νέστορας — δυνάστης — αποφύλλισμός — βοώ |
|||