Новогреческий словарь
ψάρι
ψάρι
το
рыба
;
===
μούψησε τό ~ στ' αχείλι — [phrase]он меня измучил[/phrase]
;
αυτός είναι ~ или βουβός σάν ~ — [phrase]он нем как рыба[/phrase]
;
φάτε μάτια ~α κι' η κοιλιά περίδρομο — погов. [phrase]видит око, да зуб неймёт[/phrase]
;
τό μεγάλο ~ τρώει τό μικρό — погов. [phrase]большая рыбка пожирает малую, сильный берёт верх[/phrase]
;
τά ~α στό γιαλό καί τό τηγάνι στή φωτιά — погов. [phrase]делить шкуру неубитого медведя[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рыба
? —
ψάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ψάρι
? — рыба
#
(ново)греческий словарь
—
πλάνεμα
—
απαραβίαστο
—
αυτοκατασικασμένος
—
αναθυμιατίζω
—
ημιενδεδυμένος
—
γκορτσιά
—
ωμορφονιά
—
αχρείαστος
—
καλαίσθητα
—
ερατεινός
—
στρωτός
—
αμείβω
—
αιμοστασία
—
ψωριάρης
—
μετωνυμία
—
τυφλοπάννι
—
πετεινός
—
κηρίον
—
μυροφόροι
—
περίσφιγξις
—
αισθηματικώς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,