|
αόρ. от μαίνομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εμάνην? — — αυλίζω — κωφεύω — ξαγοράρης — αποστέωση — διαδηλωτής — αβούλιαγος — καλοφτιαγμένος — ξόδιαση — αμελέτητος — μπήκα — κέδρινος — ζύγισμα — ψουνιστής — συναπαντώ — Ευαγγελισμός — ζουγκρανίζω — προσαρμοστικότητα — θεοποιημένος — σοβαρός — θαρραλεότητα — πενταδάχτυλος |
|||