εμάνην

формы словаβ
εμάνην
αόρ. от μαίνομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово εμάνην? —


αυλίζωκωφεύωξαγοράρηςαποστέωσηδιαδηλωτήςαβούλιαγοςκαλοφτιαγμένοςξόδιασηαμελέτητοςμπήκακέδρινοςζύγισμαψουνιστήςσυναπαντώΕυαγγελισμόςζουγκρανίζωπροσαρμοστικότηταθεοποιημένοςσοβαρόςθαρραλεότηταπενταδάχτυλος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit