Новогреческий словарь
εισείλκυσα
εισείλκυσα
αόρ. от εισέλκω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εισείλκυσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ξεζεύγω
—
πταρνίζομαι
—
ποντάρω
—
κούρσευμα
—
φαινυλαμίνη
—
φρόκαλο
—
αγέρωχος
—
αεροναύτης
—
ψευδαργυρώνω
—
πούπουλο
—
άπλετος
—
προεδρεύω
—
ανώφελα
—
συμπλοιοκτήτης
—
ερημοδικώ
—
ταινιωτός
—
κακόφωνος
—
σουπιά
—
αστραποβολάω
—
σάλιαγκας
—
εμβάπτιση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве