|
трусливый, малодушный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трусливый? — λιγόψυχος как на (ново)греческом будет слово малодушный? — λιγόψυχος как с (ново)греческого переводится слово λιγόψυχος? — трусливый, малодушный — παλαιογραφικός — μυρμηγκότρυπα — ζημιογόνος — αντίτυπο — ευλογιασμένος — παραμονεύω — βυσσινύς — αντοχή — αποπυρηνικοποίηση — πηδαλιουχώ — ασημένιος — ερυθροπώγων — προικοδότης — αβάσιστος — διασημότητα — αμάθεια — αχυλιά — βαθυκόκκινος — αναπλαστική — έγχριση — συμβολαιογράφος |
|||