|
помогать самому себе; ~ούμαστε συναμεταξύ μας — [phrase]мы помогаем друг другу[/phrase]; === ~ήσου, λέει ο θεός, νά σέ ~ήσω — посл. [phrase]на бога надейся, да сам не плошай[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помогать самому себе? — βοηθούμαι как с (ново)греческого переводится слово βοηθούμαι? — помогать самому себе — μικροχαρής — θαλασσινομανιταρόσουπα — διορίζομαι — ασυδοσία — συγνώμη — δισμύριοι — αναλογίζομαι — αντιφέγγισμα — μουλλώχνω — επαύξησις — βιδιάζω — συνδιαλλάσσομαι — αεράτος — βοϊδόγλωσσα — ξεσπώ — συνταγματαρχίνα — γόγγυσμα — αφεντόπουλο — νευρολογικός — αμμότοπος — μεταφυτευτής |
|||