βοηθούμαι

формы словаβ
βοηθούμαι
помогать самому себе;
          ~ούμαστε συναμεταξύ μας — [phrase]мы помогаем друг другу[/phrase];

===
          ~ήσου, λέει ο θεός, νά σέ ~ήσω — посл. [phrase]на бога надейся, да сам не плошай[/phrase]



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово помогать самому себе? — βοηθούμαι
как с (ново)греческого переводится слово βοηθούμαι? — помогать самому себе


μικροχαρήςθαλασσινομανιταρόσουπαδιορίζομαιασυδοσίασυγνώμηδισμύριοιαναλογίζομαιαντιφέγγισμαμουλλώχνωεπαύξησιςβιδιάζωσυνδιαλλάσσομαιαεράτοςβοϊδόγλωσσαξεσπώσυνταγματαρχίναγόγγυσμααφεντόπουλονευρολογικόςαμμότοποςμεταφυτευτής




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit