|
удобочитаемый, разборчивый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удобочитаемый? — ευκολοδιάβαστος как на (ново)греческом будет слово разборчивый? — ευκολοδιάβαστος как с (ново)греческого переводится слово ευκολοδιάβαστος? — удобочитаемый, разборчивый — βαλτζής — αμπελοφάσουλο — ξαρροβωνιάζω — διπλός — μήνας — φαρμακοσυλλέκτης — ναργελές — αγριολούλουδο — ασυμφιλίωτος — ελικοειδής — αδιαφύλακτος — τοκετός — πλύντρια — Άραβες — τόν — σχοινόπλεκτος — ιριδίζω — σπειρί — μονογαμία — Αργεντινή — μοναστηριακός |
|||