|
ο крупный промышлеюшк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крупный промышлеюшк? — μεγαλοβιομήχανος как с (ново)греческого переводится слово μεγαλοβιομήχανος? — крупный промышлеюшк — εγκαινιάζω — ψυχροφοβία — αποκατάσταση — ηχαγωγός — ξαρματώνω — εποστρακίζομαι — μαγαζιάτορας — ύδρος — ενζωοτία — ψυχόπιτα — χρυσολάτρης — αμνησικακώ — διηνεκής — σεντονόπανο — πεζούρα — ζούδιο — ρήτορας — αρέντα — διαπυούμαι — αδιαβίβαστος — ιησουίτικος |
|||