Новогреческий словарь
μαξιλλαρομάννα
μαξιλλαρομάννα
η 1)
большая подушка
;
2)
валик
(диванный)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
большая подушка
? —
μαξιλλαρομάννα
как на
(ново)греческом
будет слово
валик
? —
μαξιλλαρομάννα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαξιλλαρομάννα
? — большая подушка, валик
#
(ново)греческий словарь
—
βρεχάμενα
—
νεύμα
—
βαναυσούργία
—
παντελονάκι
—
αποπτίλωση
—
κοινόλεχτος
—
υποβίβαση
—
μαυρομάλλης
—
χειροκρόταλον
—
ξεκοντακιάζω
—
αναδημιουργικός
—
εμπορομεσίτης
—
συχώριο
—
εναντιοπαθής
—
υπολαμβάνω
—
βαθύσφαιρα
—
λεξικολογικός
—
βραδύπνοια
—
στρατοκρατούμαι
—
αγιογδύτισσα
—
σεκλέτι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве