|
η заседание; κλειστή (или μυστική) ~ — закрытое заседание; κοινή ~ — совместное заседание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заседание? — συνεδρίαση как с (ново)греческого переводится слово συνεδρίαση? — заседание — ξέψυχος — τσιλημπούρδισμα — μαννάρι — υδροσκοπική — επιταυτού — μελιχρούς — ταμπουρας — πρωτόγαμος — αναμενόμενος — καλοθάλασσος — καταμούτσουνα — εξωκοινοβουλευτικός — αλυσοειδής — επιστητό — μεσημεριανός — αμαζόνειος — κοφτή — κατευνασμός — αυραντοειδή — τάραγμα — αψείριστος |
|||