Новогреческий словарь
λαστιχάκι
λαστιχάκι
το чаще мн.ч.
резинки
(круглые)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
резинки
? —
λαστιχάκι
как с
(ново)греческого
переводится слово
λαστιχάκι
? — резинки
#
(ново)греческий словарь
—
θρηνώδης
—
ετερογένεσις
—
σιωπηρώς
—
κατακιτρινίζω
—
κορόϊδεμα
—
νωπογραφία
—
σαρκοβόρος
—
βαφτιστικό
—
βαθουλός
—
καλαμπόκι
—
δρώπικας
—
κοπρίτισσα
—
ενθουσιάζω
—
κήρυξη
—
υποδηματεργοστασιάρχης
—
μνησίκακος
—
καρνάβαλος
—
γυναικώνίτης
—
μουγκαλίζω
—
σμικρύνω
—
χοντροπόδαρος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве