|
щедрый; расточительный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щедрый? — ανοιχτοχέρης как на (ново)греческом будет слово расточительный? — ανοιχτοχέρης как с (ново)греческого переводится слово ανοιχτοχέρης? — щедрый, расточительный — λαβυρινθίτιδα — ακροατής — μισοκοιμισμένος — βρήκα — διάδρομος — λερός — αναπλάττω — ζεγγί — ακριβαγοράζω — αντιζυγιάζω — διασκελιά — βοναπαρτισμός — ξεφρενιασμένος — μεταλλόχρους — τορευτική — εργοστασιάρχης — δεκαπενταύγουστος — ακαταδεξιά — κολλυβογράμματα — σιγαστήρας — απολογισμός |
|||