|
ο уст. 1) грудь; 2) вымя; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грудь? — μαζός как на (ново)греческом будет слово вымя? — μαζός как с (ново)греческого переводится слово μαζός? — грудь, вымя — αναπληρωτικός — οργανομεταλλικός — λίγδα — Σκανδιναυή — σταμάτισμα — κατακλιστής — ξεπαντρεύω — κόστος — εμβρυώδης — πορνόγερος — τρυφεροκώλης — μπατσικό — χαλκεύς — αδιαμέριστος — μισούρανα — νευρασθενικός — μαστορόπουλο — γαλιφεύω — πολύγραφο — συμπιεστό — ασφαλτόστρωτος |
|||