|
ο 1) глашатай; 2) разгласитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глашатай? — διαλαλητής как на (ново)греческом будет слово разгласитель? — διαλαλητής как с (ново)греческого переводится слово διαλαλητής? — глашатай, разгласитель — ήμων — ρεβύ — μπαμπεσιά — αμβλυωπία — κυνηγητό — ανατόμος — παπαγάλος — υπνιάζω — κηπευτική — πολύτιμος — ακαρίκωτος — καπριτσιόζικος — αναλογισμός — παλιόσκυλο — κρουσταλλοπηγή — ταχύς — σύνδεμα — απόλεσα — επιρρηματικά — δάγγειος — διχοτομούσα |
|||