Новогреческий словарь
διαλαλητής
διαλαλητ|ής
ο 1)
глашатай
;
2)
разгласитель
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
глашатай
? —
διαλαλητής
как на
(ново)греческом
будет слово
разгласитель
? —
διαλαλητής
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαλαλητής
? — глашатай, разгласитель
#
(ново)греческий словарь
—
μαρκάρισμα
—
σκευοφυλάκιο
—
ιουνιανά
—
ζώνομαι
—
ακώλυτος
—
αποστολιάτικα
—
τριάκοντα
—
σκοταδιάζω
—
αντιπερισπαστικός
—
παιδίατρος
—
ταγματαλήτης
—
αγριαπιδιά
—
λαβίδα
—
νταμιτζάνα
—
κάνω
—
γενειάζω
—
εκτροπίας
—
αισθηματολόγος
—
ελλοβοσπέρματος
—
κακότεχνος
—
φριμάσσομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве