|
журналистский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово журналистский? — εφημεριδογραφικός как с (ново)греческого переводится слово εφημεριδογραφικός? — журналистский — σιγκούνο — ηλεκτροσόκ — ασυνάρτητος — δυνατότητα — απονενοημένος — ερυθρωπός — μεταμορφωσιγενής — αισθητικά — κακοτάξιδος — αναλύομαι — πνίγομαι — θεοτικό — γράσο — γατιάζω — εξάλμιση — αφερμάτιση — χειμερινός — υπερμετρωπία — αεροθέρμανση — πολυχρωμία — ραπτεργάτης |
|||