|
ο храм; церковь; καθεδρικός или μητροπολιτικός ~ — собор; === ~ τής Θέμιδος — суд; ~ τής επιστήμης — храм науки, университет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово храм? — ναός как на (ново)греческом будет слово церковь? — ναός как с (ново)греческого переводится слово ναός? — храм, церковь — ξερός — επιδόρπια — παγανισμός — αυτοδιάλυση — ιδιοτροπία — ασυμφωνία — κρόκινος — κυβευτής — έμβασμα — συμμειγνύω — ναυσιπλοία — θηριοδαμάστρια — αντιπαλαίω — τσανάκι — λυσσασμένος — ρεβανσίστας — καταπληγώνω — μορμονισμός — θαλασσοχελώνα — αδυνάτισμα — αχρηματία |
|||