|
мορ. тянуть, тащить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тянуть? — λέβα как на (ново)греческом будет слово тащить? — λέβα как с (ново)греческого переводится слово λέβα? — тянуть, тащить — γελιέμαι — μετάγγιση — σπογγαλιεύς — αποσκλήρυνση — θυμοειδές — μειονεκτικός — κεφαλήστος — θριαμβευτικός — διπλόη — αχρειολογία — ολκός — επίρρημα — μαχητικός — ξεπροβοδώ — αμφικτιονία — κατακύλισμα — αισίως — κλωστήρας — αμαξιτός — βρακί — εφοδιάζομαι |
|||