|
пикейный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пикейный? — πικεδένιος как с (ново)греческого переводится слово πικεδένιος? — пикейный — σκανδαλιάρικος — ντζερεμές — παλάμη — αρνακιά — μοσχοκαρύα — γυναικολάτρης — οντολογιστής — γιδαράς — εξουθενίζω — αναισθητοποίηση — κυματίζω — δέρνω — γλωσσοδέρνομαι — ημιδιώροφος — υδροπονικός — συγυρίζω — ξεκαπιστρώνω — υπαινιγμός — ψυχρά — λαβαίνω — δεντροκομία |
|||