Новогреческий словарь




επάνδρωση

επάνδρωση
η укомплектовывание (людьми);
          ~ τού πλοίου — укомплектовывание экипажа судна


внешние ссылки озвучка | ru.wiktionary | el.wiktionary | en.wiktionary | greek-language.gr |



как на (ново)греческом будет слово укомплектовывание? — επάνδρωση
как с (ново)греческого переводится слово επάνδρωση? — укомплектовывание


#(ново)греческий словарьαναψύχωπετεινάριγλυκοτραγουδώακόνητετραετήςσυνομιλητήςνηφάλιαμηλοφάγοςχαζογελώμεσσιανικόςδευτεριάτικοςχαλκοπρόσωποςχρεωκοπώβατσέλιπιστώνωπαρήλιοννταγιάντισμααχάρητοςασπρογέννηςολίσθησηαμαυρότης


Α    Β    Γ    Δ    Ε    Ζ    Η    Θ    Ι    Κ    Λ    Μ    Ν    Ξ    Ο    Π    Ρ    Σ    Τ    Υ    Φ    Χ    Ψ    Ω