δεσποτικόν

формы словаβ
δεσποτικόν



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово δεσποτικόν? —


μαγαρίτηςαβελόνιστοςτραβέλιφαρμακοτέχνηςχειμωνικόσαρκαστικόςσακκιάπούλησηκαταμερισμόςμεθυστικόςντόρτιαλάγιασησχολικόςφουά-γκράήρεμοςστομαχικόςεξυγιάζομαιαποψιλώνωπολλαπλασιάζωτουφεκιάδεκεμβριάτικος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit