|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δεσποτικόν? — — μαγαρίτης — αβελόνιστος — τραβέλι — φαρμακοτέχνης — χειμωνικό — σαρκαστικός — σακκιά — πούληση — καταμερισμός — μεθυστικός — ντόρτια — λάγιαση — σχολικός — φουά-γκρά — ήρεμος — στομαχικός — εξυγιάζομαι — αποψιλώνω — πολλαπλασιάζω — τουφεκιά — δεκεμβριάτικος |
|||