|
η 1) святотатец; 2) обдирала #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово святотатец? — αγιογδύτισσα как на (ново)греческом будет слово обдирала? — αγιογδύτισσα как с (ново)греческого переводится слово αγιογδύτισσα? — святотатец, обдирала — μυταρόγκας — βλακόμετρο — αποστομώνω — ακατανίκητο — δεσμευμένος — εξουθενωτικός — πετσοκοφτώ — εγγεγραμμένος — γλαρίδα — μερακλίδικος — ερυθροκύτωση — πηκτικός — ουδείς — ξενολατρεία — συζητώ — κωλοτρυπίδα — μυτίζω — αχράντως — έκχυση — παντοπωλείο — συρματοποιείο |
|||