|
το след; ακολουθώ τά ~α κάποιου — перт. идти по (__чьим-л.__) стопам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово след? — χνάρι как с (ново)греческого переводится слово χνάρι? — след — γιουσουρούμ — ιπταμαι — συγχρονισμός — ψαλτάκι — ψέλλιον — ψηλοκρέμαστος — αρθροκλόπος — τετράγκωνος — επίπεδες — νυφικό — φαρμακοληψία — λεξιθηρία — λεμπλεμπί — θήλαστρο — κλύσις — αλλαξιθρησκεία — αυταπαρνησία — κοντακιά — προγραμματιστή — ραδιοτηλεπικοινωνία — δεξίμι |
|||