Новогреческий словарь
ημερομίσθιο
ημερομίσθιο
το 1)
дневной заработок
;
2)
рабочий день
;
αυτό θέλει εφτά ~α γιά νά γίνει — [phrase]на это потребуется семь рабочих дней[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
дневной заработок
? —
ημερομίσθιο
как на
(ново)греческом
будет слово
рабочий день
? —
ημερομίσθιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ημερομίσθιο
? — дневной заработок, рабочий день
#
(ново)греческий словарь
—
εξόστωση
—
ψυκτικός
—
δεματάρα
—
σκουριά
—
τσίγκος
—
ελλανόδικος
—
κιβώτιο
—
γαστροτομία
—
σφήν
—
βιγκόνια
—
θερμοπηγή
—
λέκιασμα
—
ανεμομιλώ
—
σαλταδόρος
—
κεγχρίας
—
υάκινθος
—
πασσαλωμένος
—
γαλατομπούρεκο
—
βραχιόνιος
—
ανεκβίαστος
—
προσέχω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω