|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιθύνοντας? — — παρατεταμένος — ανημπόρευτος — στοίχος — άσφαλος — γουλάρης — άγραφτος — ευδοκία — λαδομπογιαντίζομαι — αδιαμοίραστος — αμαξοστοιχία — άνδρας — φανταστικός — κελαϊδοπουλί — τριακοντάκις — συγγραφικός — ωμοφόριο — λαογράφος — τουρκιστί — δοκιμαστικά — βραδυκαρδία — κοψοχρονιά |
|||