|
приемлемый, допустимый; αυτό δέν είναι ~ό — это неприемлемо, недопустимо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приемлемый? — παραδεκτός как на (ново)греческом будет слово допустимый? — παραδεκτός как с (ново)греческого переводится слово παραδεκτός? — приемлемый, допустимый — καναρίνι — κασονάκι — καπνομάγαζο — αστερόεσσα — μεσιτεία — γοργόπους — φκιασιδού — κόμμωση — πάρλας — κοινοτάφιο — συγκράτηση — καμπυλόγραμμος — επιρράπτω — δρεπανιστής — βάθεμα — ρίψις — δευτεροετής — γροθιάζω — εμβρυώδης — κεφαλάρι — αφασία |
|||