|
рифмующийся #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рифмующийся? — ομοιοκατάληκτος как с (ново)греческого переводится слово ομοιοκατάληκτος? — рифмующийся — χάφτας — συνεταιρισμένος — αγευστί — ραμφόσχημος — λυγιέμαι — μικρομετρικός — κοσμηματογραφία — αναθεωρητισμός — σταθεροποιούμαι — αγαθοπιστία — ξέπλυμα — παρακολουθώ — προσχωρώ — παρασκευάζομαι — επιβατικός — ευγενώς — σκατοφαγία — κατσουλητός — εμβρυοτομία — οπώδης — κρασοπότι |
|||