|
(αόρ. (ε)λουσάρισα и (ε)λούσαρα ) наряжать; выряжать; ~αρίστηκε — [phrase]он вырядился[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наряжать? — λουσάρω как на (ново)греческом будет слово выряжать? — λουσάρω как с (ново)греческого переводится слово λουσάρω? — наряжать, выряжать — σκάγι — επισκευαστικά — δεσμοφύλακας — μετανεωτερικός — σπερματοκύτταρο — σκλήρωση — ανθοστρώνω — αδρότητα — άλκαλι — δίφανα — ασκούριαστος — πολυθεϊσμός — έντεχνα — ταπεινοφρόνως — μπατάλης — μελάνωμα — αρχιμαγείρισσα — κρεμαστήρας — μαρμαροκόλωνο — χορογράφος — ανίζηση |
|||