|
гангренозный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гангренозный? — σφακελώδης как с (ново)греческого переводится слово σφακελώδης? — гангренозный — πολεμοποιός — ξαπολνάω — βληχηθμός — αποπέθαμα — ρυζόνερο — ενθουσιοσμός — υδρογονούχος — αργούτσικος — όδευσις — αντιπυρίνη — γαλανόλευκη — σιδερώστρα — μελανάδα — άλλαχτος — δυσηκοϊα — χιλιόβαρις — κρίκος — επώδυνος — αφαιρώ — κλωτσοπατάω — ζωντανότητα |
|||