|
ο 1) просвира (на поминках); 2) мн.ч. кутья #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово просвира? — αναπάψιμο как на (ново)греческом будет слово кутья? — αναπάψιμο как с (ново)греческого переводится слово αναπάψιμο? — просвира, кутья — αποστραγγιστικός — προσήνεμος — διαπραγματεύτρια — Μαργαρίτα — φαινακετίνη — Φαίδρα — φαλλίρω — οντότητα — αδενίτιδα — γυμνόφυλλος — εμπορευματολογία — Ινδοκινέζα — αΰφαντος — καλπονόθευση — ζαχαρίνη — θεοφάνεια — πυογόνος — λιποτακτώ — γλυκί — χλεμπονιασμένος — νιάτα |
|||