|
τα санскрит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово санскрит? — σανσκριτικά как с (ново)греческого переводится слово σανσκριτικά? — санскрит — καμβάς — εκατομμύριο — κοπέλλι — νευροπαθολογία — ελαιέμπορος — χηνοτροφία — παλληκαρήσιος — σκυλόψυχος — αβιταμίνωση — άβαθος — εμφορούμαι — αδενώδης — βρομόξυλο — συμπέθερος — απόγκωνος — προωθούμαι — σύναπαντιούμαι — τροπή — ποντικοφάρμακο — νικιέμαι — πυκνοκατοίκητος |
|||