|
солоноватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солоноватый? — υφάλμυρος как с (ново)греческого переводится слово υφάλμυρος? — солоноватый — κλισέ — φαρμακοχημεία — αλαφρόμυαλος — ζέβρος — σκεπτικίστρια — υστερολογία — υποτιμητικός — υπήνεμος — παρεξηγημένος — αλειχήνα — μέσοφρυς — πουλαδίτσα — τετραμηνιαίος — κοινωνιστικός — φυτώριο — δυσδιόρθωτος — αρράπιστος — ξεκατίνιασμα — χνουδωτός — δυσανασχετώ — συναιρώ |
|||